- ἀκούεται
- ἀκούωhearpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
MASAESYLIA — regio Libyae, Maurusiis contermina Steph. populi Masaesylii. Dionys. v. 187. Ε῎νςθα Μασαισύλιοί τε καὶ ἀγρόνομοι Μασυλῆες Βόσκονται σὺν παισὶν ἀν᾿ ἤπειρόν τε καὶ ὅλην, Μαιόμενοι βιότοιο κακὴν και ἀεικέα ςθήρην. Οὐ γὰρ γειομόροιο τομήν ἐδάησαν… … Hofmann J. Lexicon universale
NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… … Dictionary of Greek
ακρόαση — η 1. το να ακούει κανείς με προσοχή: Μετά την ακρόαση του Ευαγγελίου ακολούθησε το κήρυγμα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός και να ακούεται από επίσημα πρόσωπα: Ζήτησα ακρόαση από τον πρύτανη. 3. (ιατρ.), η εξέταση από το γιατρό του αρρώστου με το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκουστος — η, ο 1. αυτός που δεν ακούεται, ο σιγανός: Μιλούσε ανάκουστα. 2. πρωτάκουστος: Μου λες πράγματα ανάκουστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυροβολισμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροβολώ ή ο κρότος που ακούεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)